Internal Value defaultContent

Μοιραία

Ω! πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής! Όσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται. Ήλιε και θάλασσα γαλάζα και βάθος τ' άσωτ' ουρανού! Ω! της αβγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού, λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Η Φωτό Μου
Όνομα:
Τοποθεσία: ΣΑΛΟΝΙΚΗ, Greece

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2008

ΥΓ.

Κρύο... Πολυ κρύο... -10, -15, -οσο...

«Όσο οι στέγες απομακρύνονται τόσο οι άνθρωποι ενώνονται (γειτονιές) και όσο οι στέγες ενώνονται τόσο οι άνθρωποι απομακρύνονται» Α. Σαμαράκης


Διαθεση εσωστρεφης. Κρυοι οι δρομοι, κρυα τα μπαρακια.
Κρυα τα αρβυλα που παρηγγειλα στη μαμα μου στο πρωτο ετος' τοτε με τα πολλα χιονια, με τους παγους που δεν ελεγαν να λιωσουν απο τους δρομους.







Διαθεση για τσάι και συμπαθεια. Ακουγοντας τη Sophia Loren να τραγουδα "Zoo be zoo be zoo means that i love you" προσπαθω να αλαφρυνω την ατμοσφαιρα, να γεμισει το κενο, επειδη απλα σ'ερωτευτηκα.

















Διαθεση για βοτκα και αποστροφη απο τον εξω κοσμο. Μια πλειλιστ που παντα θα εχει μεσα το "Τεταρτη βραδυ" και σαν ενα μαγικο χερι παταει πανω του το διπλο κλικ την ωρα που ξυπναω για λιγο απο τις σκεψεις και μετα βυθιζομαι ξανα στο βραδυ της τεταρτης.


















Διαβαζω' τι? Ουτε κι εγω ξερω. Προσπαθω να πιαστω απο λεξεις, απο αυτες που πεφτει το μεγαλυτερο βαρος. "Επισκευαστης αναμνησεων", "Αληθεια", "Αγαπη, γιατι επρεπε καποτε να ερθει" ............

Λεξεις, προτασεις' ποιο το νοημα. Ποιο το νοημα απο τις ανακατεμενες γοπες με τις σταχτες. Ποιο το νοημα απο το κουκουτσι τις βοτκας που παραβιασε το στομα μου και χυθηκε στο λαιμο μου. Ποιο το γαμημενο το νοημα του κρυου αερα που πλανιεται στο δωματιο με τους 24 βαθμους. Ποιο το νοημα που δεν μπορω να σε παρω τετοια ωρα να σου πω ποσο μου λειπεις. Ποιο το νοημα να σ'επαιρνα. Ποιο το νοημα. Ποιο.

Το Υστερογραφο. Αυτο που παντα υπαρχει στα γραμματα μας, αγαπη μου, κι ας ξεχασουμε να βαλουμε μπροστα το ΥΓ. Αυτο που σε καθε μας κινηση ειναι η σκια της. Αυτη η πατημασια πανω στο χιονι, που δε θα ζησει μεχρι το αλλο πρωι. Αυτο το ιχνος που ποτε δε θα αφησουμε πανω στον παγο. Αυτη η αγνωστη παρουσια στην παρουσια μου οταν κλεινω τα ματια. Ολα αυτα που αποφευγω να σκεφτομαι σε καθε απολογισμο. Ολα αυτα που μου λεει η σιωπη σου οταν καθομαστε στα σκοταδια κι απολαμβανουμε τη μουσικη μας, τη δικια μας μουσικη, αυτη που μας ενωσε. Ο φοβος μας οτι θα χαθουμε, οτι δε θα ξαναιδωθουμε, κι ας μην εχουμε πεθανει. Η τελευταια κουβεντα που δε θα ακουσει κανεις μας.



Δε θέλω να γνωρίζω πάρα πολύ τους ανθρώπους.
Όλα προς τι;

Ζήσαμε παιδικά χρόνια, νιότη -διαφορετικά.
Δεν ήταν δειλός γιατί είχε συναίσθηση της δειλίας του.
Η φοβερή εξυπνάδα του χωρίς ίχνος ευαισθησίας.
Τα φτωχόπαιδα που έγιναν αφεντικα.
Έρωτας: όσο υπάρχουν το άγνωστο και οι αυταπάτες.
Ήξερε πως δεν είχε πεθάνει αλλά δεν επρόκειτο
ποτέ να την ξαναδεί.

Πλήθος περιφερόταν χρόνια μέσα στο σπίτι του
αλλά κανείς ποτέ δεν μπήκε στο μικρό καμαράκι
κάτω από τη σκάλα.
Τη ζωή που στερήθηκαν.
Στην εβραίικη γειτονιά τα παιδιά δεν τον παίζανε
γιατι δεν ήταν εβραίος.
Την αγάπησε γιατί έπρεπε κάποτε να αγαπήσει.
Τέλος βγήκε παράνομος στα εύθυμα χρόνια της
Ειρήνης.
Δεν ήξερε κανείς τους ποιος ήταν ο Γιάννης ο
Σαλάς.
Ήθελε να ήταν ζωγράφος για να ζωγραφίζει μόνο
τα χέρια της.

Τα ταξίδια που δεν έκανε.
Είχε ζήσει δυο ολόιδιες σκηνές πριν απο την <<Καζαμπλάνκα>>.
Όταν τα βράδια της Κυριακής μετά το ματς
γέμιζαν οι ταβέρνες γύρω από το γήπεδο και συ
έτρεχες στο σπίτι να διαβάσεις.
Το σλόγκαν της λαϊκής σοφίας.
Όλοι κάποτε νέοι.
Παλιούς σου φίλους που τους βλέπεις με συγκίνηση -παλιούς σου έρωτες με αποστροφή.

Ερημιά γύρω σου σιγά σιγά.
Τα παλιά φτηνά οικογενειακά έπιπλα.
Η διαδοχή των ημερών.
Όλοι κομπλεξικοί με το ήθος.
Δεν περίμενες πια κανένα γράμμα.
Όλα συναισθηματικά -λες δεν το ξέρω.

Για πρώτη φορα θα τολμούσε έναν επικείδιο - λίβελο.
Μετά απο χρόνια κατάλαβε πως καμιά δεν αγάπησε όσο την Εδουάρδα.
Δεν πίστευες πως θα ξεχάσεις, κι όμως ξέχασες.
Το ματς της ζωής του είχε τελειώσει -τώρα έπαιζε την παράταση.
Πόσα χρόνια είχες ν'ακούσεις ακορντεόν...
Και πως να τον βρίσεις καθαρμα, όταν έχει κάτσει
είκοσι χρόνια φυλακή...
Τους αποκαλούσαν: η παρέα των τυμβωρύχων.
Μελαγχολία όταν θυμάσαι τα παλιά επονίτικα πάρτυ.
Δε φοβόταν το θάνατο -τουλάχιστον το θάνατο
των άλλων.

Έτσι για ένα βράδυ, όπως είχε πιάσει
παραμιλητό τον Ραούλ.
Θα ζητούσε μια ώρα προθεσμία να κάψει τα παλιά γράμματα.
Παλιές μεγάλες οικογένειες στα γαλλικά μυθιστορήματα,
πολλά αδέρφια, πολλά ξαδέρφια συνομήλικα,
μεγάλα εξοχικά σπίτια -καλοκαίρια.
Ύστερα απο οχτώ χρόνια έμαθε πως το τηλέφωνο της
εκείνο το βράδυ ήταν χαλασμένο.

Μέσα σ'ένα στίχο πόση φλυαρία.
Το παρελθόν μιας αυταπάτης.
Η ταβέρνα λεγόταν <<Η ωραία Σεβίλλη>>.
Ο Κάλβος και ο Σολωμός έζησαν είκοσι χρόνια
στην ίδια πόλη χωρίς ποτέ να συναντηθούν.
Μιλούσε συνεχώς με παρενθέσεις και
αποσιωπητικά, σαν τυφλός που βάδιζε σ'ένα δωμάτιο
γεμάτο έπιπλα.
Κι ήξερες πως όλα αυτά αργά ή γρήγορα θα τελειώσουν.
(Γηράσκω αεί αναθεωρών)
Να βλέπεις τα ίδια πράγματα να γίνονται και να
ξαναγίνονται.
Κάπου ανάμεσα στο αξιοπρεπές μελό και στο
φτηνό πάθος.

Δεν έφταιγεν ο ίδιος. Τόσος ήτανε.
Το ήξερε πως δε θα άντεχε στο Μεγάλο Πόνο.
Έβγαζε κάθε δέκα χρόνια μια φωτογραφία στην
ίδια πάντα στάση.
Ήμουν στη φυλακή και δεν ήρθες να με δεις.
Δεν έκλαιγες ποτέ στις κηδείες.
Ο Μπαχ.
Πράγματα που δε λέγονται -δεν εξηγούνται.
Πέρασαν τα χρόνια.
Να ξύνεις ή να μην ξύνεις;
Σ' όλα τα παλιά περιοδικά όλοι πια πεθαμένοι.
Αγαπούσε ακόμη καιι τον αριθμό του τηλεφώνου της.
Κυνηγούσε με μανία της παλιές ταινίες για να
ξαναζήσει τα νιάτα του.
Το ανανεούμενο αίσθημα ενός επικείμενου κακού.
Άνθρωποι χωρίς λεβεντιά
Το ιδανικό κάθε επανάστασης: το μέτριο, ήσυχο,
ειρηνικό παρόν, το ανέφελο μέλλον.

Δύο κατηγορίες πάντα: οι δρώντες και οι θεατές.
Θυμούμαι, άρα υπάρχω.

Βηματισμοί χωρίς σκοπό στα χειμωνιάτικα
προαύλια. Χιλιάδες βήματα, χιλιάδες μέρες.
Πλήξη, αδιέξοδο, αμηχανία -με καλούς φίλους
σε ακατάλληλη ώρα.
Στο συρτάρι ανακάλυψε ένα τετράδιο με σημειώσεις
του πατέρα του.
Καλλιέργεια χωρίς φθορά.
Απλώς ν'αντιγράφεις τα συμβάντα της ζωής
σου.

Δεν υπάρχει πνευματικός ηρωισμός.
Μες στο σταματημένο αυτοκίνητο τις έσφιγγε
ώρες τα χέρια.

Ζήσαμε, εννοούν γλεντήσαμε.
Επισκευαστής αναμνήσεων.
Καλλιεργούν το μύθο της επικείμενης
Επανάστασης.
Τα παλιά τετράδια του παιδιού μου.
Πάντα συντηρητικός στα μη ουσιώδη.
Τι ήξερε από την ιστορία ο ιστορικός;
Έβρεχε πάλι...
Με περνούσες μόνο επτά χρόνια αλλά πρόλαβες
και πολέμησες στην Ισπανία.
Ο μύθος της διαρκούς προόδου.
Τόση κακότητα εν ονόματι του ανθρωπισμού!
Απόφαση της ήττας.
Έφτασες πια στην ηλικία που δεν μπορούσες να
συγκρατήσεις τα χρόνια στον κατήφορο.
...Και ποτέ μην ξεπέσεις στο αχ εμείς
οι καημένοι. (Δε θέλει παρά ένα βηματάκι να το σκεφτούν
οι άλλοι για σένα.)
Έλπιζες απο απελπισία.

Τώρα πια στην τέχνη όχι μεγέθη -απλώς
υποχρεώσεις.
Το δήθεν χαμένο παρελθόν.
Παρά τα όσα γράψανε τα βιβλία, στο κελί του
τραγουδούσε όλη νύχτα τη Ραμόνα.
Ζω μισά.
Γιατί υποχρεωτικά να μιλήσω;

Μου είπες: οι αναμνήσεις είναι η ζωή.
Το ρήμα που ταίριαζε στην περίπτωσή του ήταν:
βουλιάζω.
Ψάχνοντας τις λέξεις, άρχισε το ψέμα.
Το ενοχλητικότερο ήταν πως επέμενε να γράφει
την αλήθεια με άλφα κεφαλαίο.
Οι τίτλοι στα <<Περιεχόμενα>> άμα τους διάβαζες
στη σειρά, φτιάχναν ένα καινούργιο ποίημα -το
πιο όμορφο ποίημα, χωρίς λόγια περιττά, χωρίς
φιλολογία, χωρίς φτιασίδια.
Όσο πιο φωναχτά εναντίον του κατεστημένου.
Δώσ'τα χωρίς εξηγήσεις...

Έλα εδώ -δε θα μας βρουν.
Όπως γέρασες κι εσύ.
Δε λύγισε απο κτηνωδία.
Νόμισε πως όλα τα είχε γράψει για εκείνη -μα
εκείνη δεν είχε ακόμα γεννηθεί.

Αποτοξίνωση μέσα στην κατάθλιψη.
Έψαξε -τίποτα κάτω από τις λέξεις.
Τα άδεια γήπεδα.
Χρόνια ύστερα από το θάνατό του, εσύ έστελνες
στη μάνα του κάθε μήνα ένα γράμμα από το πακέτο
που σου είχε εμπιστευθεί.
Οι λαϊκές παροιμίες: η αποθέωση της
συμβατικότητας.

Απαίτηση της αλήθειας -ποιας αλήθειας;
Ο σπαραγμός της κοινοτοπίας.
Τι ωραία βιβλία που γράφουμε, τι ωραία τραγουδια
που ψάλλουμε, τι ωραία μνημόσυνα που
κλαίμε.
Σιωπή.
Τελικά κατάληξαν στα ίδια πάλι λόγια: φιλία,
κατανόηση, εμπιστοσύνη.

Όμως γιατί αυτός ο κόμπος εδώ στο στήθος...
Οι ίδιες λέξεις που λέμε όλοι.
Περιθώριο στο <<Περιθώριο>>.

Η παραλία ήταν σαν σκηνικό ή του φαινόταν ειδικά
εκείνο το βράδυ.
Ο <<Πιερότος>> του Ρώμου Φιλύρα.
Οι επαγγελματίες πεπειραμένοι.
Έγραψε το στίχο: <<αν έλειπε αυτό το σιγανό
τρυπάνισμα στο μυαλό>>, κι ύστερα σταμάτησε.
Προσπαθούσε να σε πείσει πως όλα είχαν αλλάξει,
όμως εσύ τα 'βλεπες γύρω σου απελπιστικά
όμοια.
Εμένα θα μου άρεσε με μια μουσική υπόκρουση,
είπες, όπου θα καθόριζες εσύ τα κενά της σιωπής.
Όμως ποτέ δε θα μου εξηγήσεις το πώς και το
γιατί.
Πόσα άλλα κρυμμένα βαθιά...


ΥΓ.
Μανολης Αναγνωστακης